ξιφήρης — armed with a sword masc/fem acc pl (attic epic doric) ξιφήρης armed with a sword masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ξιφήρης armed with a sword masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφήρη — ξιφήρης armed with a sword neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ξιφήρης armed with a sword masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ξιφήρης armed with a sword masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφῆρες — ξιφήρης armed with a sword masc/fem voc sg ξιφήρης armed with a sword neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφήρεις — ξιφήρης armed with a sword masc/fem acc pl ξιφήρης armed with a sword masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφηρέστατοι — ξιφήρης armed with a sword masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφηρῶν — ξιφήρης armed with a sword masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφήρους — ξιφήρης armed with a sword masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek
ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… … Dictionary of Greek
ξιφηρώ — ξιφηρῶ, έω (Α) (πιθ. εσφ. ανάγν.) ξιφηφορώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφηφορῶ, με οπλολογία κατ επίδραση τού ξιφήρης] … Dictionary of Greek